21 Ιουνίου 2019

Το Δ1΄ στον 3ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Συγγραφής Παραμυθιού με θέμα: «‘Κάνε μια ευχή’ είπε ο μαγικός καθρέπτης ».


Ολοκληρώθηκε με επιτυχία ο 3ος Πανελλήνιος Μαθητικός Διαγωνισμός Συγγραφής Παραμυθιού με θέμα: «Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης»,που πραγματοποιήθηκε κατά το σχολικό 2018-2019 από τη Διεύθυνση Π.Ε. Δυτικής Θεσσαλονίκης δια του Διευθυντή της,Δρ. Χρήστου Γεωργίου σε συνεργασία με το 5οΔημοτικό Σχολείο Αμπελοκήπων δια της Διευθύντριας του, Δρ.Βιργινίας Αρβανιτίδου και το Δημοτικό Σχολείο Λητής, δια της Διευθύντριας του, κας Κυριακής Μιζαμίδου (MSc)
 Στον 3οΠανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Συγγραφής Παραμυθιού συμμετείχαν περισσότερα από 200 σχολεία απ’ όλη την Ελλάδα, ενώ υπερδεκαπλάσιος είναι ο αριθμός των μαθητών & μαθητριών που συμμετείχαν δημιουργώντας τις δικές τους παραμυθιακές ιστορίες.Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι ο διαγωνισμός πραγμάτωσε τον στόχο του να εμπνεύσει τα παιδιά να στοχαστούν , να ονειρευτούν και να δημιουργήσουν.
Το Δ1΄συμμετείχε στον διαγωνισμό αυτό με την παρακάτω παραμυθιακή ιστορία. 
 «Κάνε μια ευχή», είπε ο μαγικός καθρέφτης»

Τα προσωπάκια τους είχαν κολλήσει στο παράθυρο του σαλονιού. Έβλεπαν την αγριεμένη θάλασσα και τα μάτια τους γίνονταν μεγάλα από το φόβο. Πάντα πίστευαν ότι η θάλασσα κάποια μέρα θα καταπιεί το σπίτι τους κι ας έστεκε αγέρωχο στον ψηλό βράχο. Ο χειμώνας στο νησί πάντα ήταν δύσκολος.
-Πάλι χαζεύετε τη θάλασσα; είπε η μητέρα τους, η κυρία Ελπινίκη.
-Μαμά, μπορεί η θάλασσα να καταπιεί το σπίτι μας; ρώτησε η Άννα.
-Στάματα τις χαζομάρες! είπε η Μαρία.
-Η θάλασσα δεν κάνει κακό σε κανέναν, αν τη σέβεσαι. Μη βάζετε στο μυαλό σας άσχημα πράγματα. Κάντε την προσευχή σας για τον μπαμπά που ταξιδεύει μήνες τώρα στη θάλασσα. Τίποτε κακό δε θα γίνει. Πάτε μια βόλτα στο δωμάτιο της γιαγιάς και θα σας φωνάξω για φαγητό.
         
Στον πάνω όροφο του σπιτιού η γιαγιά Μαρία καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, δώρο του παππού Δημήτρη από το Πόρτο της Πορτογαλίας. Έφυγε νωρίς ο παππούς. Οι εννιάχρονες δίδυμες, Μαρία και Άννα,  δεν τον γνώρισαν. «Τον αγάπησε η θάλασσα και τον πήρε» έλεγε συχνά η γιαγιά τους. Γι’ αυτό οι μικρές πάντα είχαν τον φόβο μήπως η θάλασσα αγαπήσει τον δικό τους μπαμπά. Καπετάνιος ο παππούς, καπετάνιος και ο μπαμπάς τους, ο Νικολής, που ήταν αγαπητός στο νησί όχι μόνο για τα καλά που είχε κάνει για τον τόπο αλλά και για τον χαρακτήρα του. Η γιαγιά, μαυροντυμένη όπως πάντα, μα αγέρωχη, αγνάντευε τη θάλασσα. Σίγουρα το μυαλό της και η ψυχή της ήταν κοντά στον αγαπημένο της γιο, το Νικολή. Μόνη της τον μεγάλωσε κι όσο κι αν προσπάθησε να τον τραβήξει μακριά από τη θάλασσα, δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα κυλούσε στις φλέβες του. Από τα τρία του χρόνια έμεινε ορφανός από  πατέρα…
-Γιαγιά, γιαγιά πώς είσαι;
-Καλώς τες. Πού είστε εσείς;
-Γιαγιά, χαζεύαμε τη θάλασσα.
-Σας περίμενα! Σας έχω μια αποστολή για σήμερα. Στο υπόγειο υπάρχει ένας καθρέφτης, δώρο του παππού σας σε εμένα. Μου τον είχε φέρει μαζί με αυτή την πολυθρόνα. Θέλω να τον δείτε. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμένα. Το βράδυ, όταν όλοι θα έχουν κοιμηθεί. Μη φοβηθείτε! Αυτά είπε η γιαγιά και έβγαλε ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί από την τσέπη της ζακέτας της.  
          Οι ώρες πέρασαν βασανιστικά αργά. Οι μικρές στο δωμάτιό τους περίμεναν
πότε θα κοιμηθούν όλοι στο σπίτι.
Αχ! Κι αυτός ο κυρ-Αντρέας,  ο επιστάτης τους, απόψε βρήκε να έχει αϋπνίες; Και η γυναίκα του η κυρά- Δέσπω με το ζόρι τις έβαλε να πιουν από ένα ποτήρι γάλα και τώρα καθάριζε την κουζίνα. Μα, βράδυ  θα κάνει γενική;
Η ώρα πήγε 11:30  και το σπίτι ηρέμησε.
Η Άννα και η Μαρία άνοιξαν σιγά την πόρτα του δωματίου τους και κατέβηκαν τη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο. Είχαν πάρει μαζί τους κι έναν φακό. Έξω ο αέρας σφύριζε απειλητικά. Νίκησαν τον φόβο τους κρατώντας η μια το χέρι της άλλης και τελικά έφτασαν στην πόρτα του υπογείου. Η Μαρία με τρεμάμενα χέρια την ξεκλείδωσε κι αυτή διαμαρτυρήθηκε τρίζοντας.
-Τι γυρεύετε εδώ; Ποιες είστε; τις ρώτησε μια ψιλή, τσιριχτή φωνή.
-Ποιος μιλάει; είπε η Άννα στη Μαρία.
-Δεν  ξέρω. Απάντησε η Μαρία φοβισμένα.
Κοίταξαν γύρω τους, πάνω κάτω … κάτω και είδαν ένα συμπαθητικό ποντικάκι. Σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή θα ούρλιαζαν αλλά τώρα είχαν μια περίεργη ψυχραιμία.
-Γυρεύουμε τον καθρέφτη της γιαγιάς μας.
-Να τος! Τους είπε το ποντικάκι κι εξαφανίστηκε.
Τράβηξαν και οι δυο μαζί ένα λευκό σεντόνι  και εμφανίστηκε μπροστά τους ένας μεγάλος καθρέφτης με χρυσή σκαλιστή κορνίζα.
Το βλέμμα της Μαρίας συνάντησε … τα εκφραστικά μάτια του καθρέφτη. Κράτησε σφιχτά το χέρι της Άννας όταν ακούστηκε μια δυνατή φωνή που της είπε:
«Κάνε μια ευχή».
Τα κορίτσια σάστισαν και πριν καλά καλά προλάβουν να ανοιγοκλείσουν τα μάτια τους ο καθρέφτης τις … ρούφηξε.
          Τα δυο κορίτσια βρέθηκαν να πετούν με μια μαγική ομπρέλα, σε έναν κατάμαυρο ουρανό, πάνω από μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Είδαν ένα καράβι να βρίσκεται στο έλεος των κυμάτων. Τα κορίτσια  με τη βοήθεια της ομπρέλας κατέβηκαν κι έφτασαν στο κατάστρωμά του. Πανικός επικρατούσε. Οι ναύτες έτρεχαν ακούγοντας τις εντολές τού καπετάνιου που ήταν ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες. Τα κύματα μαστίγωναν το πλοίο και τα νερά το κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο.
-Μαρία , ο μπαμπάς μας! είπε η Άννα.
Ήταν έτοιμες να φωνάξουν με όλη τους τη δύναμη «ΜΠΑΜΠΑ», όταν μια δύναμη τις τράβηξε προς τον ουρανό. Η δύναμη τις στριφογύρισε τρεις φορές και μετά… Πάνω, ψηλά στον ουρανό, είχε μια υπέροχη λιακάδα ενώ κάτω η καταιγίδα συνεχιζόταν και το καράβι έμοιαζε καρυδότσουφλο.
-Παππού Δημήτρη! Είσαι εσύ;
-Ναι, Μαρία, εγώ είμαι. Πόσο μεγαλώσατε! Μοιάζετε τόσο πολύ στη γιαγιά σας! Θέλω όμως να είστε θαρραλέες όπως κι εκείνη.
-Γιατί παππού δε μας άφησες να μιλήσουμε στον μπαμπά μας; Μας έχει λείψει τόσο πολύ!
-Έτσι έπρεπε να γίνει. Αν καταλάβαινε ότι βρισκόσαστε κοντά του, όλα θα τελείωναν. Θα μπερδευόταν ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα και θα χανόταν. Δε θα τον ξαναβλέπατε.
-Μα εμείς θέλαμε να τον πάρουμε μαζί μας, στο σπίτι μας. 
-Κι εσύ παππού γιατί έφυγες τόσο νωρίς; Γιατί;
-Για να προστατέψω ότι αγαπούσα πιο πολύ στη ζωή μου. Για να μη ζήσει η γιαγιά σας το χαμό του παιδιού της.
-Φύγετε τώρα και να θυμάστε ότι όλα σε αυτή τη ζωή γίνονται για κάποιο λόγο. Να μου προσέχετε τη γιαγιά Μαρία. Να ξέρετε ότι πάντα θα είμαι κοντά σας.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του ο παππούς και τα κορίτσια βρέθηκαν στο δωμάτιό τους, ξαπλωμένες στα ζεστά κρεβάτια τους.

Άνοιξαν τα μάτια τους. Ο μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά τις κοιτούσαν με αγάπη.
-Μπαμπά, πότε ήρθες; ρώτησε η Άννα.
-Μπαμπά, σώθηκες από τη φουρτούνα;
-Ναι, φυσικά. Αυτό όμως είναι μια μεγάλη ιστορία που θα σας την πω όταν ξυπνήσετε. Κοιμηθείτε τώρα.
Τις φίλησε ο πατέρας κι έφυγαν όλοι από το δωμάτιο εκτός από την κυρά Δέσπω.
-Έχετε να μου πείτε κάτι δεσποινίδες μου; Τι γυρεύετε στο υπόγειο τέτοια ώρα;
-Αυτό, είναι μια μεγάλη ιστορία! Είπαν και οι δυο μαζί και γέλασαν.
Ένα ποντικάκι πέρασε έξω από το πρεβάζι του παράθυρού τους  και τους έκλεισε το μάτι …  
-Καλύτερα να κοιμηθούμε Άννα.
-Καληνύχτα Μαρία.

Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΟΥ Δ1΄

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΙΤΣΟΥ